- ἐριήκοος
- ἐρι-ήκοος, ον, ([etym.] ἀκοή)A sharp of hearing,
λεπτῆς ἀϋτῆς Orph.L.468
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
λεπτῆς ἀϋτῆς Orph.L.468
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
εριήκοος — ἐριήκοος, ον (Α) αυτός που έχει οξεία ακοή. [ΕΤΥΜΟΛ. < ερι (επιτ. μόριο) + ηκοος (< ακούω)] … Dictionary of Greek
ἐριήκοον — ἐριήκοος sharp of hearing masc/fem acc sg ἐριήκοος sharp of hearing neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ερι- — (I) ἐρι (Α) αχώριστο μόριο (όπως το αρι ) που επιτείνει την έννοια τών λέξεων στις οποίες προστίθεται ως α’ συνθετικό (π.χ. α. εριαυγής πάρα πολύ λαμπρός, φωτεινότατος β. ερίτιμος πολύτιμος, εντιμότατος γ. εριβρεμέτης* αυτός που βροντάει ισχυρά,… … Dictionary of Greek